Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σικυηδόν — cucumber like indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικυηδόν — Α επίρρ. (τροπ.) (ιδίως για κάταγμα) σαν το αγγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek